μεταλλαγᾶι

μεταλλαγᾶι
μεταλλαγᾷ , μεταλλαγή
change
fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταλλαγαί — μεταλλαγή change fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτειος — ἔτειος, εία, ον και ος, ον (Α) 1. ετήσιος, αυτός που γίνεται ή συμβαίνει κάθε χρόνο ή μια φορά τον χρόνο (α. «ἔτεια ἄεθλα» β. «ἔτειος δασμός») 2. ετήσιος, αυτός που διαρκεί ένα έτος («φρουρᾱς ἐτείας μῆκος», Αισχύλ.) 3. ηλικίας ενός έτους («βρέφος …   Dictionary of Greek

  • μεταλλαγή — η (ΑM μεταλλαγή, Α δωρ. τ. μεταλλαγά) [μεταλλάσσω] αλλαγή, μεταβολή, μεταστροφή, μετατροπή («κοινωνίαις τε καὶ μεταλλαγαῑς εἰς ἄλληλα», Πλάτ.) νεοελλ. 1. βιολ. μετάλλαξη 2. φρ. «μεταλλαγή συχνότητας» (ραδιοηλ.) σύνολο διεργασιών που συμβαίνουν… …   Dictionary of Greek

  • Καλιτσουνάκης, Ιωάννης — (Χανιά 1878 – Βουκουρέστι 1966). Φιλόλογος και ακαδημαϊκός. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγική στην Αθήνα, στην Ιένα και στο Βερολίνο και διετέλεσε εντεταλμένος στην αρχή και αργότερα τακτικός καθηγητής των νέων ελληνικών στο Φροντιστήριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”